καθιστήριον

καθιστήριον
καθιστήριον, τό,
A seat, Sch.Ar.Ec.729, Hsch. s.v. δίφρον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθιστήριον — καθιστήριον, τὸ (Α) [καθίζω] 1. (πάπ. και σχόλ.) έδρα, κάθισμα 2. πάπ. το μέρος τού σπιτιού που είναι προορισμένο για υποδοχή ή για κατάλυμα τών ξένων, ξενώνας …   Dictionary of Greek

  • καθιστήριον — seat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθιστήρια — καθιστήριον seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”